Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι μια νευρο-αναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει τόσο παιδιά όσο και ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα όπως την απροσεξία, παρορμητικότητα και υπερ-κινητικότητα.
Η ΔΕΠΥ είναι μια κοινή διαταραχή, με τα ποσοστά να ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών μελετών και πληθυσμών. Σύμφωνα με το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5), το ποσοστό των παιδιών που υποφέρουν με αυτή την διάγνωση είναι περίπου 5- 10%, ενώ στους ενήλικες είναι περίπου 2-5%. Η διαφορά στα ποσοστά είναι λόγο αλλαγές στην ζωή και λόγο του ότι τα παιδιά παρακολουθούντες συνεχόμενα, και στο στάδιο ανάπτυξης τους είναι πιο εύκολο να προσέξεις αυτά τα προβλήματα. Είναι πολύ πιθανών ότι πολλοί ενήλικες έχουν αυτή την διάγνωση αλλά δεν είναι αναγνωρισμένη. Η ΔΕΠΥ έχει γενετικούς δείκτες και κάποιος με ΔΕΠΥ, έχει πιθανότητα μέχρι 80% να κάνει παιδί με την ίδια διάγνωση.
Η ΔΕΠΥ είναι γνωστό ότι έχει ένα σημαντικό γενετικό συστατικό. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα γονίδια παίζουν ρόλο στην ανάπτυξή του, με εκτιμήσεις κληρονομικότητας να κυμαίνονται από 70-90%. Πολλά γονίδια που σχετίζονται με συστήματα νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και η νορεπινεφρίνη, έχουν εμπλακεί στην ΔΕΠΥ. Ωστόσο, δεν υπάρχει ένα μόνο γονίδιο υπεύθυνο για τη διαταραχή, υποδεικνύοντας μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ πολλαπλών γενετικών παραγόντων.
Εκτός από τη γενετική, άλλοι παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ΔΕΠΥ. Αυτοί περιλαμβάνουν προγεννητικούς και περιγεννητικούς παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα της μητέρας, η χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πρόωρος τοκετός, χαμηλό βάρος γέννησης και έκθεση σε περιβαλλοντικές τοξίνες. Επιπλέον, ορισμένοι εγκεφαλικοί τραυματισμοί, λοιμώξεις και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες μπορεί επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης ΔΕΠΥ.
Η ΔΕΠΥ είναι μια χρόνια πάθηση που απαιτεί πολυτροπική προσέγγιση για αποτελεσματική διαχείριση. Οι κύριες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν συμπεριφορικές παρεμβάσεις, ψυχοεκπαίδευση και φαρμακευτική αγωγή. Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν τη διδασκαλία σε άτομα στρατηγικών για τη βελτίωση των δεξιοτήτων οργάνωσης, διαχείρισης χρόνου και επίλυσης προβλημάτων. Τα προγράμματα εκπαίδευσης γονέων και η συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμα για παιδιά με ΔΕΠΥ. Αυτές οι παρεμβάσεις επικεντρώνονται στην τροποποίηση του περιβάλλοντος και στην παροχή δομής για τη μείωση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της λειτουργικότητας.
Η ψυχοεκπαίδευση είναι βασικό συστατικό της διαχείρισης της ΔΕΠΥ. Η εκπαίδευση των ατόμων και των οικογενειών τους σχετικά με τη διαταραχή, τον αντίκτυπό της και τις στρατηγικές αντιμετώπισης μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ικανότητά τους να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα συμπτώματα. Η κατανόηση της ΔΕΠΥ μπορεί να μειώσει το στίγμα και να
βελτιώσει την αυτοεκτίμηση. Φάρμακα, όπως διεγερτικά και μη διεγερτικά φάρμακα (Stimulant Medication) , συνταγογραφούνται συνήθως για τη ΔΕΠΥ. Τα διεγερτικά φάρμακα, όπως το Methylphenidate η και οι αμφεταμίνες, είναι τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα και έχουν βρεθεί ότι είναι αποτελεσματικά στη μείωση των συμπτωμάτων. Μη διεγερτικά φάρμακα, όπως atomoxetine και guanfacine, μπορεί να παίρνουν άτομα που δεν ανταποκρίνονται καλά ή έχουν αντενδείξεις για διεγερτικά.
Εκτός από αυτές τις θεραπείες, η υποστήριξη από τους δασκάλους, τα καταλύματα στο σχολείο ή την εργασία και η συμβουλευτική ή η θεραπεία μπορεί να είναι επωφελής στη διαχείριση της ΔΕΠΥ. Η τακτική άσκηση, η υγιεινή διατροφή και ο επαρκής ύπνος είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες για τη διαχείριση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της συνολικής ευεξίας.
Αν πιστεύεται ότι το παιδί σας πάσχει από αυτή την διαταραχή μπορείτε να κλίσετε ένα ραντεβού με τον προσωπικό ιατρό σας για να συζητήσετε τα προβλήματα. Ο ιατρός σας μπορεί να παραπέμψει τον ασθενή σε ένα ειδικό Παιδοψυχίατρο για διάγνωση και θεραπεία.